Δευτέρα 28 Απριλίου 2014

Ευχαριστώ.

Σήμερα είναι η μέρα που έχω την ανάγκη να πω αυτή τη λέξη.Ευχαριστώ.Μια τόσο απλή αλλά τόσο σπουδαία λέξη.Μια λέξη που σε πληγώνει ή σε γιατρεύει.Σε αδειάζει ή σε γεμίζει.Ευχαριστώ λοιπόν.Ευχαριστώ την οικογένειά μου,που με μεγάλωσε.Από ένα βρέφος που δεν ήξερε ούτε να μιλάει και ούτε να περπατάει,μου δίδαξαν τη σκέψη,τα συναισθήματα,με αποδέχτηκαν γι αυτό που είμαι,μου παρείχαν την ασφάλεια και την αγάπη χωρίς να περιμένουν κάποιο αντάλλαγμα.Έπειτα,ένα ευχαριστώ στους φίλους μου.Σε εκείνους που ήρθαν και έμειναν αλλά και σε εκείνους που έφυγαν.Βλέπεις,σε αυτή τη ζωή δεν μένει τίποτα για πάντα.Ακόμα και όσοι έφυγαν μου έμαθαν απο κάτι.Μου έμαθαν πως είναι να χάνεις ανθρώπους που θεωρούσες δεδομένους,που μοιραζόσουν σχεδόν τα πάντα,που αγαπούσες,τώρα στα μάτια σου να φαίνονται άγνωστοι.Αγνώριστοι.Σχεδόν διάφανοι.Ευχαριστώ τους έρωτες,τις αγάπες,τους χωρισμούς,τους ανθρώπους της μιας βραδιάς.Εκείνους που με πλήγωσαν,εκείνους που ίσως να πλήγωσα,εκείνους που με αγάπησαν,αν με αγάπησαν,εκείνους που αγάπησα,εκείνους που δεν αισθάνθηκαν ποτέ,εκείνους που μοιράστηκα μαζί τους ένα κρεβάτι,εκείνους που δεν μοιράστηκα τίποτα.εκείνους που έφυγαν,εκείνους που δεν ήρθαν ποτέ.Ευχαριστώ.Χωρίς εκείνους δεν θα ήμουν ποτέ αυτό που είμαι.Χωρίς εκείνους θα ήμουν άλλη.Χωρίς εκείνους δεν θα ήμουν εγώ.

Σάββατο 5 Απριλίου 2014

Ένα αλλιώτικο ξημέρωμα.

Εκείνο το ξημέρωμα πέταξε..Απο μικρή,αυτό το κοριτσάκι αγαπούσε τα πουλιά.Θυμάμαι καθόταν στο μπαλκόνι και τα παρατηρούσε με τις ώρες.Της άρεσε να χαζεύει τα διάφορα χρώματά τους και τα περίεργα πετάγματα  που έκαναν απο δέντρο σε δέντρο.Προσπαθούσε να καταλάβει πως αυτά τα δύο χεράκια τους στο πλάι ήταν ικανά να τα κρατήσουν και να τα ανεβάζουν κάθε φορά όλο και πιο ψηλά.Σχεδόν τη μάγευε αυτή η διαδικασία.Το μόνο που ζητούσε ήταν να μάθει να πετάει.Έλεγε στη μαμά της να της αγοράσει δύο φτερά.Η μαμά της,συνεχώς της έλεγε πως όλοι έχουν φτερά και πως κάποια μέρα,όταν γίνει πιο μεγάλη,τα φτερά θα ανοίξουν και θα μπορέσει να πετάξει πολύ μακρυά.το κοριτσάκι μεγάλωνε και η ανάγκη της να πετάξει όλο και μεγάλωνε.Θυμάμαι δεν άντεχε να βλέπει τα πουλιά μέσα σε κλουβια.Έλεγε πως δεν είναι ελεύθερα και έτσι τους άνοιγε αυτό το μικρό σιδερένιο πορτάκι στο πλάι για να φύγουν.Έτσι ήθελε τη ζωή της.Ελεύθερη.Όσο μεγάλωνε απογοητευόταν όλο και πιο πολύ.Κοιτούσε γύρω της και έβλεπε ανθρώπους με χέρια λερωμένα,βρώμικα,γεμάτα απο κακό.Δεν αισθανόταν το χάδι και την αγάπη.Παρα μόνο τη βρωμιά και την επιφάνεια.Σκεφτόταν πως δεν θα έπρεπε να έχουμε χέρια αν δεν ξέρουμε να αγγίζουμε τρυφερά και να αγκαλιάζουμε σφιχτά τους ανθρώπους.Το μόνο που ζητούσε ήταν φτερά.Ενα ζευγάρι φτερά για να πετάξει μακρυά απο τους ανθρώπους.Να φτάσει ψηλά,σε μεγάλες ταχύτητες.Ένα βράδυ περπατούσε στο δρόμο και σκεφτόταν αυτα τα φτερά.Τα είχε φανταστεί με τόση λεπτομέρεια,που ήταν σίγουρη πως υπάρχουν.Οι σκέψεις της ήταν τόσες που ήρθε το ξημέρωμα και περπατούσε ακόμα.Δεν είχε προορισμό.Δεν ήξερε που είναι.Απλά περπατούσε.Και την θυμάμαι.Το βήμα της ήταν χαμένο και το βλέμμα της βαθύ.Συνήθιζε να κοιτάει τον ουρανό και να χάνεται.Εκείνο το ξημέρωμα όμως ήταν αλλιώς.Ένιωθε τόσο κοντά του,που τα σύννεφα της χάιδευαν απαλά τους ώμους.Βρισκόταν ψηλά.Το βήμα της την έφτασε σε μια ψηλή κορυφή.Μακρυά απο τους ανθρώπους.Το μόνο που άκουγε ήταν τα πουλιά να της ψυθιρίζουν με απόηχους ''Πέτα,Πέτα''.Εκείνη χαμογελούσε.Εκλεισε τα μάτια της και έφτασε στην άκρη της κορυφής.Ήταν πραγματικά ευτυχισμένη.Εκείνη ήταν η τελευταία φορά που την είδα.Στεκόταν εκεί,στην άκρη.Γύρω της υπήρχε ένα υπέρλαμπρο φως που σχεδόν με τύφλωνε.Το μόνο που φαινόταν καθαρά ήταν τα δύο μεγάλα της φτερά.Την έχασα,δεν την έχω ξαναδει απο τότε.Την ακούω όμως συχνά εκείνη τη μικρή στιγμή της απόλυτης σιωπής.Εκεί που τα όνειρα και η πραγματικότητα με αγκαλιάζουν.''Είμαι ευτυχισμένη''.Έτσι μου λέει.Είμαι σίγουρη πως θα την ξαναδώ.Εκεί,σε ένα ακόμα ξημέρωμα.